Η εφαρμογή της «Επιστροφής Ενοικίου», όχι μόνο δεν κύλησε ομαλά αλλά προκάλεσε πραγματικό αλαλούμ στους δικαιούχους.
Χιλιάδες ενοικιαστές είδαν στο λογαριασμό τους ποσά αισθητά μικρότερα από αυτά που περίμεναν, ενώ δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις μισθωτών που δεν έλαβαν ούτε ένα ευρώ, παρότι πληρούσαν –ή θεωρούσαν πως πληρούσαν– όλα τα κριτήρια.
Το υπουργείο Οικονομικών, αναγνωρίζοντας το πρόβλημα, έδωσε ήδη τη δυνατότητα στους πολίτες να προχωρήσουν σε τροποποιητικές δηλώσεις, ώστε να διορθωθούν λάθη στα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό της ενίσχυσης και να καταβληθούν τα σωστά ποσά.
Σε αυτό το περιβάλλον σύγχυσης, οι οδηγίες της ΑΑΔΕ αποκτούν διπλή αξία, καθώς για πρώτη φορά συγκεντρώνουν, με συστηματικό τρόπο, όλες τις κρίσιμες παραμέτρους που καθορίζουν την τελική ενίσχυση.
Σύμφωνα με τις διευκρινίσεις της ΑΑΔΕ, το ποσό της επιστροφής δεν είναι αυθαίρετο: αντιστοιχεί στο ένα δωδέκατο (1/12) των ενοικίων που πληρώθηκαν το προηγούμενο έτος, τόσο για την κύρια κατοικία όσο και για τις φοιτητικές κατοικίες των εξαρτώμενων τέκνων.
Αυτός ο κανόνας, αν και απλός στη θεωρία, αποδείχθηκε δύσκολος στην πράξη, ιδίως για όσους είχαν μετακομίσει μέσα στη χρονιά, για οικογένειες με πολλαπλές φοιτητικές μισθώσεις ή για μισθωτές που δήλωσαν διαφορετικά ποσά στο Ε1 σε σχέση με όσα πράγματι κατέβαλαν.
Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές από τις χαμηλές ή μηδενικές πληρωμές οφείλονταν σε ασυμφωνίες μεταξύ συμβατικού και δηλωμένου μισθώματος, σε λάθη στα περιουσιακά κριτήρια ή σε αδυναμία διαπίστωσης ενεργής μίσθωσης λόγω ελλιπών ηλεκτρονικών δηλώσεων από τους εκμισθωτές.
Από τις απαντήσεις της Αρχής προκύπτει ότι για την κύρια κατοικία το ανώτατο ποσό της ενίσχυσης είναι 800 ευρώ, με προσαύξηση 50 ευρώ για κάθε παιδί, αλλά σε κάθε περίπτωση το τελικό ποσό δεν μπορεί να ξεπεράσει το 1/12 των συνολικών ενοικίων.
Το ίδιο πλαφόν των 800 ευρώ ισχύει και για τις φοιτητικές κατοικίες, με τη διευκρίνιση ότι εάν ένα σπίτι χρησιμοποιείται από περισσότερα αδέλφια, η ενίσχυση δίνεται μόνο μία φορά.
Η ΑΑΔΕ υπογραμμίζει επίσης ότι η επιστροφή καταβάλλεται αυτόματα – θεωρητικά χωρίς αίτηση – αρκεί τα στοιχεία της φορολογικής δήλωσης να έχουν οριστικοποιηθεί έως το τέλος Σεπτεμβρίου.
Ωστόσο, για ειδικές κατηγορίες, όπως μισθώσεις που δηλώνονται χειρόγραφα (π.χ. ανήλικοι ιδιοκτήτες) ή μισθώσεις με εκμισθωτή το Δημόσιο, ο μισθωτής πρέπει να ανεβάσει τα απαραίτητα δικαιολογητικά μέσω της πλατφόρμας «Τα Αιτήματά μου», διαφορετικά η ενίσχυση μεταφέρεται σε επόμενο χρόνο.
Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, η μη καταβολή οφείλεται αποκλειστικά σε τεχνικές ασυμβατότητες: λάθος εφαρμογή του περιουσιακού κριτηρίου στις φοιτητικές μισθώσεις, αναντιστοιχίες μεταξύ συμφωνημένου ενοικίου και δηλωθέντος ποσού, ή ζητήματα που αφορούν τις φοιτητικές κατοικίες μιας οικογένειας συνολικά.
Για όλα αυτά, η ΑΑΔΕ δίνει στους πολίτες περιθώριο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2025 να καταθέσουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά, ώστε η ενίσχυση να αποδοθεί εκ των υστέρων.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η οδηγία της ΑΑΔΕ λειτουργεί ως ένας αναγκαίος «οδηγός επιβίωσης» για όσους προσπαθούν να καταλάβουν γιατί έλαβαν λιγότερα χρήματα, γιατί δεν έλαβαν καθόλου, ή –κυρίως– τι πρέπει να κάνουν τώρα.
Το μέτρο μπορεί να είναι απλό στην πρόθεση, αλλά έχει αποδειχθεί πολύ πιο περίπλοκο στην εφαρμογή του.
Γι’ αυτό και οι λεπτομερείς διευκρινίσεις της Αρχής είναι ίσως ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί η επανάληψη του ίδιου μπερδέματος την επόμενη χρονιά.
























