Καιρός σήμερα και πρόγνωση καιρού για κάθε περιοχή

Ο άνδρας που συνελήφθη στα Καλύβια, ο νέος Πάσσαρης όπως τον αποκάλεσαν κάποιοι, ύστερα από τον εντοπισμό κλεμμένου αυτοκινήτου γεμάτου με καλάσνικοφ, πιστόλια με σιγαστήρα και μπιτόνια βενζίνης, δεν ήταν μια «τυχαία» περίπτωση.

 

 

Είναι ένας Κρητικός με βαρύτατο ποινικό παρελθόν. Ένας άνθρωπος που είχε ήδη καταδικαστεί για ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα της τελευταίας εικοσαετίας στο νησί.

Κι όμως, το κράτος όχι μόνο τον άφησε να πάρει άδεια, αλλά του επέτρεψε και να χαθεί για χρόνια, για να συλληφθεί ξανά οπλισμένος σαν μικρός στρατός.

Η υπόθεση, όσο κι αν σοκάρει, είναι ταυτόχρονα και μια ωμή υπενθύμιση της ανικανότητας του συστήματος.

Η φρικτή δολοφονία που συγκλόνισε τη Μεσαρά

Ήταν 31 Αυγούστου 2004 όταν η 75χρονη Ελισάβετ Τζωρτζάκη βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της στη Γέργερη.

Συγγενικό της πρόσωπο που την αναζητούσε επί ώρες και ένας αστυνομικός από τον Ζαρό ήταν εκείνοι που αποκάλυψαν το αποτρόπαιο έγκλημα.

Το σπίτι δεν παρουσίαζε ίχνη διάρρηξης. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Όλα «τακτοποιημένα» —εκτός από το κρεβάτι όπου κειτόταν η γυναίκα, άγρια κακοποιημένη.

Η νεκροτομή, που διενήργησε ο αείμνηστος καθηγητής Ιατροδικαστικής Μ. Μιχαλοδημητράκης, αποκάλυψε μια πράξη αδιανόητης αγριότητας: η ηλικιωμένη είχε βιαστεί και στραγγαλιστεί με τα χέρια. Στο στόμα της είχε τοποθετηθεί ύφασμα και στη μύτη ένα μανταλάκι, για να μην μπορεί να αναπνέει.

«Πρόκειται για μία πράξη από ένα άτομο ψυχικά άρρωστο, που διακατεχόταν κι από αρρωστημένο πάθος», είχε δηλώσει τότε ο καθηγητής.

Η γυναίκα είχε παλέψει. Τα σημάδια στο πρόσωπο, στον λαιμό, στα μάτια και στα πλευρά της ήταν αδιάψευστοι μάρτυρες της ύστατης προσπάθειάς της να σωθεί.

Όμως, στα 75 της χρόνια, με σοβαρά κινητικά προβλήματα, δεν είχε καμία πιθανότητα απέναντι σε έναν αποφασισμένο, νεαρό δράστη.

Οι έρευνες σε μια κοινωνία με «σφραγισμένα στόματα»

Η Αστυνομία προχώρησε σε δεκάδες προσαγωγές στο Α.Τ. Μοιρών, ενώ στελέχη της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ηρακλείου πήραν καταθέσεις μέχρι αργά το βράδυ.

Ωστόσο, όπως έλεγε χαρακτηριστικά αξιωματικός που συμμετείχε στις έρευνες, «πρόκειται για μία κλειστή κοινωνία και τα στόματα είναι σφραγισμένα».

Η ηλικιωμένη ήταν αγαπητή, πάντα με ανοιχτό σπίτι σε όσους τη χρειάζονταν — «είτε στέκονταν καλά στα μυαλά τους, είτε όχι», όπως ανέφερε συγγενής της. Αυτό αύξανε τον κύκλο πιθανών δραστών, αλλά και τις δυσκολίες της έρευνας.

Ανάμεσα σε όσους την ήξεραν, ήταν και ένας νεαρός από γειτονικό χωριό, ο οποίος κάποιες φορές τής έκανε τα ψώνια από το σούπερ μάρκετ. Μια φαινομενικά αθώα γνωριμία, που όμως έμελλε να βρεθεί στο επίκεντρο των ερευνών.

Οι Αρχές τελικά κατέληξαν σε έντεκα υπόπτους από τη Γέργερη και τα γύρω χωριά.

Τα δείγματα DNA που λήφθηκαν από τα νύχια και τα γεννητικά όργανα της γυναίκας, σε συνδυασμό με δακτυλικά αποτυπώματα από τον χώρο, οδήγησαν στον δράστη: έναν 16χρονο αλουμινοκατασκευαστή.

Η ομολογία πίσω από τις αντιφάσεις

Ο ανήλικος οδηγήθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα Μοιρών. Αρχικά ισχυρίστηκε ότι δεν είχε καμία σχέση με το έγκλημα. Ανέφερε πως «πήγε μέχρι τη Γέργερη να πάρει μία πίτσα και γύρισε κατευθείαν στο σπίτι».

Όμως οι οικείοι του κατέθεσαν ότι είχε αργήσει πολύ να επιστρέψει — παρότι κυκλοφορούσε με καινούργιο μηχανάκι. Η χρονική ασυνέπεια, μαζί με τα πρώτα εργαστηριακά ευρήματα, άρχισαν να ραγίζουν το αφήγημά του.

Τελικά ομολόγησε. Παραδέχτηκε ότι πήγε στο σπίτι της ηλικιωμένης, της επιτέθηκε, τη βίασε και τη σκότωσε.

Ως κίνητρο ισχυρίστηκε ότι «διέδιδε άσχημα πράγματα γι’ αυτόν», όπως —όπως είπε στους αστυνομικούς— του είχε μεταφέρει ένας φίλος του. Μια εξήγηση τόσο παράλογη όσο και το ίδιο το έγκλημα.

Για το μανταλάκι στη μύτη είπε ότι «αιμορραγούσε». Προσπάθησε να μειώσει την ευθύνη του ισχυριζόμενος πως «δεν ήξερε τι έκανε».

Η καταδίκη

Με την ομολογία, τα αποτυπώματα και το DNA, η Δικαιοσύνη τον προφυλάκισε και το 2006 τον καταδίκασε για ανθρωποκτονία και βιασμό.

Ένα έγκλημα που είχε σοκάρει τη Μεσαρά — και που θα περίμενε κανείς ότι θα εξασφάλιζε τουλάχιστον ότι ο δράστης δεν θα απειλούσε ξανά την κοινωνία.

Και κάπου εκεί… το σύστημα κατέρρευσε

Το 2012 ο δράστης πήρε άδεια από τη φυλακή. Δεν επέστρεψε ποτέ. Το κράτος τον χαρακτήρισε «δραπέτη» — και έμεινε σε αυτό.

Το 2013 συνελήφθη ξανά, κατηγορούμενος και για αρπαγή ανηλίκου. Στην κατοχή του βρέθηκε βαρύς οπλισμός: καλάσνικοφ, πιστόλια, κυνηγετικά όπλα, σφαίρες.

Κι όμως, ούτε αυτή η σύλληψη στάθηκε αρκετή για να διασφαλιστεί ότι ένας καταδικασμένος για τόσο ειδεχθές έγκλημα δεν θα ξαναβρεθεί ελεύθερος και επικίνδυνος.

Ο κύκλος κλείνει στα Καλύβια — ή μήπως όχι;

Και φτάνουμε στο σήμερα: ο ίδιος άνθρωπος συλλαμβάνεται ξανά, αυτή τη φορά στα Καλύβια, πάλι με κλεμμένο αυτοκίνητο, πάλι με καλάσνικοφ και πιστόλια με σιγαστήρα, πάλι έτοιμος – όπως όλα δείχνουν – για κάτι που δύσκολα θα μπορούσε να εξηγηθεί ως «τυχαίο».

Η υπόθεση αυτή δεν είναι απλώς μια σκοτεινή σελίδα εγκληματικής ιστορίας. Είναι και μια κατηγορία προς ένα κράτος που αδυνατεί να προστατεύσει τους πολίτες του από ανθρώπους που έχουν ήδη αποδείξει το επίπεδο επικινδυνότητάς τους.

Είκοσι ένα χρόνια μετά τη φρικτή δολοφονία της Ελισάβετ Τζωρτζάκη, το ερώτημα παραμένει:

Πόσες φορές πρέπει να δοθεί μια δεύτερη — ή τρίτη — ευκαιρία σε έναν άνθρωπο που δεν άφησε περιθώρια αμφιβολίας για το τι μπορεί να κάνει;
Και κυρίως: Πόσο ακόμη θα πληρώνουμε την ανικανότητα ενός συστήματος που δεν μαθαίνει από τα λάθη του;

Ποιος ήταν ο Πάσσαρης 

Ο Κώστας Πάσσαρης υπήρξε μια από τις πιο σκοτεινές και αμφιλεγόμενες φιγούρες του ελληνικού εγκλήματος στα τέλη του ’90 και στις αρχές του 2000. Γεννημένος το 1975 στην Αθήνα, βρέθηκε γρήγορα στον κόσμο της παρανομίας, κουβαλώντας τη φήμη του αδίστακτου κακοποιού που δεν δίσταζε μπροστά σε τίποτα.

Οι ληστείες, οι ένοπλες συμπλοκές και η βίαιη συμπεριφορά του σφράγισαν μια διαδρομή που θα κορυφωνόταν με μια από τις πιο σοκαριστικές υποθέσεις στην ιστορία της ΕΛ.ΑΣ.

Το όνομά του γράφτηκε ανεξίτηλα στις 22 Φεβρουαρίου 2001, όταν, κατά τη διάρκεια μεταγωγής του στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας, κατάφερε να αρπάξει το όπλο αστυνομικού που συνδεόταν μαζί του.

Σε λίγα δευτερόλεπτα, δύο ένστολοι έπεσαν νεκροί και άλλοι τραυματίστηκαν, σε ένα περιστατικό που ανέδειξε με τον πιο ωμό τρόπο τα κενά ασφαλείας στις μεταγωγές κρατουμένων και προκάλεσε πολιτικούς τριγμούς.

Ο Πάσσαρης έγινε τότε σύμβολο της αδυναμίας του κρατικού μηχανισμού να διαχειριστεί έναν αποφασισμένο και εξαιρετικά επικίνδυνο κρατούμενο.

Η φυγή του τον οδήγησε στη Ρουμανία, όπου συνέχισε το εγκληματικό του έργο, αυτή τη φορά με σειρά βίαιων ληστειών. Η σύλληψή του από τις ρουμανικές αρχές, μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών, έβαλε τέλος σε μια περιπετειώδη διαδρομή αλλά όχι και στη δημόσια συζήτηση γύρω από το πρόσωπό του.

Καταδικάστηκε σε πολυετή κάθειρξη και παραμένει μέχρι σήμερα σε ρουμανικό σωφρονιστικό κατάστημα, καθώς οι τοπικές αρχές αρνούνται να τον εκδώσουν προτού εκτίσει πλήρως τις ποινές του.

Από τη φυλακή επιχειρεί τα τελευταία χρόνια να παρουσιάσει ένα διαφορετικό προφίλ: μιλά για μετάνοια, αναζητά θρησκευτική παρηγοριά και δηλώνει πρόθυμος να «πληρώσει το χρέος του».

Ωστόσο, οι ελληνικές αρχές και μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης αντιμετωπίζουν αυτές τις εξομολογήσεις με επιφύλαξη, θυμίζοντας ότι η βαριά σκιά του παρελθόντος του δεν σβήνει εύκολα.

Έτσι, ο Πάσσαρης παραμένει μια μορφή που ισορροπεί ανάμεσα στον μύθο και την ωμή πραγματικότητα του εγκλήματος: μια υπενθύμιση των κενών ενός συστήματος που κάποτε επέτρεψε σε έναν άνθρωπο να μετατραπεί σε σύμβολο ανομίας, αλλά και ενός κοινωνικού φαινομένου που εξακολουθεί να προκαλεί ανησυχία και αναστοχασμό.

Διαβάστε επίσης: Μεγαλώνει η ανησυχία στα Καλύβια: Η αστυνομία εξετάζει εάν δύο σοβαρά περιστατικά συνδέονται

Περιφέρεια

Αυτοδιοίκηση

Αθλητικά

Πολιτισμός

Παραπολιτικα

Τετράποδες Ιστορίες

Καιρός

notioanatolika.gr