Όταν η φλόγα της Επανάστασης πυρπόλησε απ’ άκρου εις άκρον τον Μεσογείτικο κάμπο
- Δημιουργηθηκε στις Πέμπτη, 25 Μαρτίου 2021 13:29
Χασιώτες, Μενιδιάτες και Μεσογείτες, οι Αρβανίτες ξωτάρηδες των Αθηνών, ήσαν στην πραγματικότητα εκείνοι που ελευθέρωσαν τη Χώρα, την Αθήνα.
Σήμερα, και να θέλουν να μας θυμηθούν στους εορτασμούς για να τιμήσουν τον άθλο των προγόνων μας, θα βρουν τις δυο πρώτες τοποθεσίες να έχουν αλλάξει όνομα, το δε Λιόπεσι – πατρίδα του Μεσογείτη οπλαρχηγού και ήρωος Γιάννη Ντάβαρη – να λέγεται κι αυτό Παιανία.
Κι άντε βρες εσύ τώρα από που ήταν οι Αγωνιστές που απελευθέρωσαν την Αθήνα.
Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις, λέει ο Αντισθένης. Κι εδώ άλλαξαν και τα ονόματα ακόμα. Μην παραξενευόμαστε λοιπόν που δεν μας αναφέρουν όταν μιλούν για την Επανάσταση, ας μην ξεχνάμε ότι ούτε καν οι σύγχρονοι δήμοι μας δεν στέλνουν αντιπροσωπείες στις εορτές για την απελευθέρωση των Αθηνών…...
Το 1821 η φωτιά της μεγάλης Επαναστάσεως έφτασε και στα Μεσόγεια και πυρπόλησε απ’ άκρου εις άκρον τον Μεσογείτικο κάμπο.
Οι άντρες, υπό την αρχηγία του Λιοπεσιώτη οπλαρχηγού Γιάννη Ντάβαρη, κινούν για να ελευθερώσουν την Αθήνα, ενώ τα γυναικόπαιδα εγκαταλείπουν τα χωριά των Μεσογείων καταφεύγοντας στις Κυκλάδες και τις νήσους του Αργοσαρωνικού.
Η μακραίωνη πείρα της τουρκικής σκλαβιάς τους έχει διδάξει ότι ο βάρβαρος κατακτητής δεν σέβεται τις ζωές των αμάχων κι έτσι προσπαθούν να σωθούν από τη μήνι του.
Εν τω μεταξύ, στη βόρειο Αττική ο Χατζή Μελέτης Βασιλείου είχε καταφέρει, δίνοντας γερό μπαξίσι στους Τούρκους να πάρει άδεια και να στρατολογήσει άνδρες με την πρόφαση ότι έπρεπε «να φυλάξει τα Δερβένια».
Αντί αυτού όμως χτύπησε στις 18 Απριλίου του 1821 στον Κάλαμο τα τουρκικά αποσπάσματα που είχε στείλει ο πασάς της Χαλκίδος (Νεγρεπόντε) για να καταστείλουν την εξέγερση στην Αττική και τα έτρεψε σε φυγή.
Στις 25 Απριλίου του 1821 οι Αρβανίτες της Αττικής ενωμένοι πλέον υπό τους Μελέτη Βασιλείου από τη Χασιά, Αναγνώστη Κιουρκατιώτη από το Μενίδι και Γιάννη Ντάβαρη από τα Μεσόγεια (Λιόπεσι) απελευθέρωσαν τη Χώρα - Αθήνα παρά τη βούληση των κατοίκων της.
Πιο συγκεκριμένα, κατά τη νύχτα μεταξύ 25ης και 26ης Απριλίου, 600 ένοπλοι Αρβανίτες επιτέθηκαν στα τείχη του Χασεκή από την πλευρά μεταξύ των Αγίων Αποστόλων και της πύλης της Μπουμπουνίστρας και γρήγορα κατάφεραν να κυριαρχήσουν σε ολόκληρη την πόλη εκτός της Ακροπόλεως.
Τρομοκρατημένοι οι Τούρκοι κλείνονται στο κάστρο, την Ακρόπολη και οι Αρβανίτες αρχίζουν να τους πολιορκούν.
Με την πολιορκία να συνεχίζεται στην Ακρόπολη, ο Χατζή Μελέτης Βασιλείου αναλαμβάνει στις 14 Ιουνίου από μόνος του τη στρατιωτική αρχηγία στην Αττική κι έρχεται σε κάθετη ρήξη με τους κοτζαμπάσηδες των Αθηνών οι οποίοι διεκδικούσαν επίσης την εξουσία.
Καθώς η κατάσταση είναι καζάνι που βράζει και τα όπλα, λόγω της πολεμικής εντάσεως, «εκπυρσοκροτούν κι από μόνα τους» κατά το λαϊκώς λεγόμενον, επιχειρείται στις 15 Ιουνίου δολοφονική επίθεση κατά του Μελέτη Βασιλείου.
Η έρις και η διχόνοια, παλαιές σύντροφοι των Αρβανιτών, έχουν κάνει ήδη την εμφάνιση τους και οι άντρες του Βασιλείου λεηλατούν, για αντίποινα, την οικία ενός κοτζάμπαση των Αθηνών.
Τα πράγματα στη Χώρα αγριεύουν ακόμα περισσότερο αφού όλοι ερίζουν για τα καπετανάτα. Μια γνωστή αρβανίτικη παροιμία λέει: 10 Αρβανίτες, 11 Καπετάνιοι!
Έτσι λύση δεν κατάφερε να δώσει ούτε ο πρίγκηπας Δημήτριος Υψηλάντης που, για να εκτονώσει την κατάσταση, έστειλε τον Βασιλείου και τους δικούς του στη Θήβα, αφού την εξουσία του αμφισβήτησαν τώρα και οι συντοπίτες του.
Τη νύχτα της 1ης προς 2α Ιουλίου 1821 οι πολιορκημένοι στην Ακρόπολη Τούρκοι διενήργησαν έξοδο, αλλά οι Υδραίοι που φυλούσαν το λόφο του Φιλοπάππου τους ανάγκασαν να ξαναγυρίσουν στην Ακρόπολη.
Οι προσπάθειες του Αθηναίου προεστού Λιβερόπουλου να πείσει τους Τούρκους να παραδοθούν δεν είχαν αποτέλεσμα, γιατί διαδόθηκε η φήμη ότι καταφθάνει με ισχυρή στρατιωτική δύναμη ο Ομέρ Βρυώνης από την Εύβοια.
Όντως, στις 18 Ιουλίου του ιδίου έτους ο Ομέρ Βρυώνης ενισχύει με στρατιωτικές δυνάμεις τριών χιλιάδων πεζών και δύο χιλιάδων καβαλαρέων, τους πολιορκημένους Τούρκους της Ακροπόλεως.
Στο Λιάτανι της Αττικής (νυν Άγιος Θωμάς Οινοφύτων Βοιωτίας) δίνεται μάχη μεταξύ των Τούρκων και του Χατζή Μελέτη Βασιλείου με τους πρώτους να νικούν και να καταλαμβάνουν το χωριό, ανοίγοντας τον δρόμο προς Αθήνα.
Λίγες ημέρες αργότερα καταφθάνει στην Αθήνα και ο ίδιος ο Ομέρ Βρυώνης και στρατοπεδεύει στα Πατήσια, το μέρος που οι Αθηναίοι άλλοτε παρέδωσαν τα κλειδιά της πόλεως στον σουλτάνο.
Προγονικές μνήμες ξυπνούν με τον Σουλτάνο να κατασκηνώνει στα τότε Παραδείσια (νυν Πατήσια) και η ηττοπάθεια οδηγεί τον Λιβέρη Λιβερόπουλο και τους Αθηναίους να καταφύγουν έντρομοι στην Κούλουρη (Σαλαμίνα) και την Αίγινα.
Ο Καμπούρογλου θεωρεί «αδικαιολόγητη» τη φυγή των Αθηναίων και γράφει σχετικά: «Η φυγή αύτη ήτο πράγματι αδικαιολόγητος για την περίστασιν. Ολίγη πρόνοια και στιβαρά διοίκησις των πολεμικών και πολιτικών πραγμάτων της χώρας ήθελε δοκιμάσει και μετ’ αυτήν ακόμα την αποτυχίαν του Λιάτανι, την μεγίστην ελπίδα επιτυχίας. Αλλ’ ο Λιβέριος, ήκιστα κατηρτισμένος δια παρομοίας περιστάσεις, αντί να ηγηθεί της αμύνης, ακολούθησεν άκων την έξοδον των Αθηναίων, εγκατασταθείς δε μετ’ αυτών εις Αίγιναν κατεγίνετο μόνον να παρηγορεί τους χειμαζόμενους Αθηναίους».
Οι Αρβανίτες, μπροστά στις υπέρτερες σουλτανικές δυνάμεις, εγκαταλείπουν την πολιορκία αλλά και την Αττική η οποία και ερημώνεται από πληθυσμό.
Ο Αρβανίτης καπετάνιος Κωνσταντής Μάνεσης από τον Πόρο, σώζει περισσότερες από πέντε χιλιάδες ψυχές μεταφέροντας τους στις νήσους του Αργοσαρωνικού και των Κυκλάδων.
Όσοι είχαν την ατυχία να μείνουν πίσω θανατώνονται με φρικτά βασανιστήρια από τους Τούρκους, όπως κάποιος Μαρκοπουλιώτης ονόματι Νικόλαος.
Συμπλοκές με τους επιδρομείς βαρβάρους γίνονται στο χωριό Δραγουμάνου, όπου τους χτυπά ο Αναστάσης Λέκκας από την Αθήνα και ο Μήτρος Σκευάς ή Τσεβάς από τη Χασιά.
Εκεί, στη δεύτερη συμπλοκή κόντεψε να χάσει τη ζωή του και ο ίδιος ο πασάς από το χέρι του Δήμου Ρουμπέση.
Ο Ομέρ Βρυώνης, φοβούμενος μην κυκλωθεί από τις δυνάμεις των Επαναστατών του Μωριά, εγκαταλείπει την Αττική τον Οκτώβριο, αφού έχει καταστρέψει σχεδόν τα πάντα κι άφησε τριακόσους καβαλαρέους ως φρουρά στην Ακρόπολη.
Οι Αρβανίτες αρχίζουν να επιστρέφουν δειλά – δειλά από τις νήσους στις οποίες είχαν βρει καταφύγιο.
Ωστόσο τα βάσανά τους δεν έχουν τελειώσει αφού στις 15 Αυγούστου του 1824 επιδράμει στα Μεσόγεια ο Ομέρ Πασσάς της Καρύστου και τα καταστρέφει πυρπολώντας τα χωριά και αιχμαλωτίζοντας όσους κατοίκους βρίσκει.
Οι Τούρκοι αποχωρούν και τους διαδέχεται στην εξουσία ο Γκούρας ο οποίος συμπεριφέρεται προς τους Αρβανίτες ξωτάρηδες χειρότερα από ότι οι Τούρκοι.
Πρωτοπαλλήκαρο του ο Βασιλείου προβιβάστηκε σταδιακά από το 1822 μέχρι και το 1825 στους βαθμούς του Πεντηκόνταρχου, του Χιλίαρχου και εν τέλει του Ταξιάρχου, ενώ παράλληλα συμμετείχε μεταξύ άλλων σε μάχες στο Σχηματάρι, στην Ακρόπολη, στον Μαραθώνα όπως και στην εκστρατεία του Ανδρούτσου στην Ανατολική Στερεά.
Τελικά ο Βασιλείου διορίστηκε από τον Γκούρα δεκατιστής της Αττικής, ερχόμενος έτσι σε οξεία αντίθεση με τους Αρβανίτες που υπέφεραν από τη δυσβάστακτη φορολογία που τους είχε επιβληθεί.
Αυτή η κίνηση κορύφωσε τη δυσαρέσκεια των Αρβανιτών οι οποίοι με την επιδρομή του Ομέρ Πασά στην Αττική έσπευσαν να δηλώσουν υποταγή στον Σουλτάνο και τον Μάιο του 1826 να δολοφονήσουν κάτω από μια ελιά, την ώρα που κοιμόταν, τον Χατζή Μελέτη Βασιλείου, που διαφωνούσε με το «προσκυνοχάρτι» στην Πύλη.
Ο τόπος μας θα δεχτεί άλλη μια βαρβαρική επιδρομή και ερήμωση στις 10 Ιουλίου του 1826 όταν η στρατιά του Κιουταχή θα λεηλατήσει και θα κάψει τα Μεσόγεια αναγκάζοντας όσους είχαν επιστρέψει να ξαναζητήσουν καταφύγιο στις νήσους.
Οι οικίες και οι ναοί τους καταστράφηκαν και πολλοί κάτοικοι αιχμαλωτίσθηκαν και πωλήθηκαν ως δούλοι.
Το 1827 ο Κιουταχής στέλνει έναν Μαρκοπουλιώτη, που τον είχε πιάσει αιχμάλωτο στη Μάχη του Καματερού, να μεταφέρει το μήνυμα του στους Επαναστάτες που είχαν οχυρωθεί στην Ακρόπολη, να παραδοθούν.
Όντως, στις 24 Μαΐου του 1827 η Ακρόπολις, μετά από διαπραγματεύσεις, παραδίδεται και εκκενώνεται και για άλλη μια φορά οι Αρβανίτες των Μεσογείων αναζητούν καταφύγιο στις νήσους του Αργοσαρωνικού και των Κυκλάδων.
Η συμβολή κάθε χωριού των Μεσογείων στον Αγώνα
Οι Αρβανίτες απελευθέρωσαν την Αθήνα και το πλήρωσαν ακριβά. Ο τόπος μας καταστράφηκε ξανά και ξανά ενώ τα θύματα των μαχών και του πολέμου δεν ήταν λίγα.
Η Κερατιά, το τότε κεφαλοχώρι των Μεσογείων με 160 οικογένειες κι 747 κατοίκους, έδωσε 41 αγωνιστές, το Λιόπεσι, η πατρίδα του καπετάν Γιάννη Ντάβαρη, με 52 οικογένειες και 239 κατοίκους, έδωσε 52 αγωνιστές, τα Σπάτα, με 28 οικογένειες και 165 κατοίκους, 29 αγωνιστές, το Κορωπί με 130 οικογένειες και 617 κατοίκους, 49 αγωνιστές, το Μαρκόπουλο με 109 οικογένειες και 505 κατοίκους, 28 αγωνιστές και τα Καλύβια κι ο Κουβαράς, με 74 οικογένειες και 377 κατοίκους, 25 αγωνιστές.
Τέλος, ο κόντε Καποδίστριας - πιστός στις οδηγίες που είχε λάβει πριν έρθει ως Κυβερνήτης σε αυτόν τον τόπο - δεν επιτρέπει στον Γάλλο Ναύαρχο Μαιζών να περάσει τα "κουμπιά της Αλέξαινας" ήτοι τον σημερινό ισθμό της Κορίνθου και να απελευθερώσει ξανά την Αττική με αποτέλεσμα ο τόπος μας να μην κηρυχθεί απελευθερωμένος επαναστατικώ δικαίω και οι παππούδες μας να αναγκαστούν να εξαγοράσουν τα τούρκικα τσιφλίκια των Μεσογείων τα οποία δεν απαλλοτριώθησαν.
Τσιφλίκια τα οποία αγόρασαν οι Φαναριώτες από τους Τούρκους που έφευγαν και κατόπιν μας τα πούλησαν σε διπλάσια τιμή. Ψε ου βράμε; Ψε ου πρέμε; έλεγαν οι παππούδες μας στα καφενεία άλλοτε.......
Ιδού μια σταγόνα Ιστορίας για το μεγαλειώδες εκείνο γεγονός της Επαναστάσεως του 1821.
Στη φωτογραφία ο Μενιδιάτης Γ. Κουρτέσης ή Ρουμπέσης, αριστερά κάτω, φονεύει με το ίδιο του το ξίφος τον τούρκο., θηριώδη γενίτσαρο φρουρό της πύλης της Μπουμπουνίστρας. Λεπτομέρεια από τον πίνακα του Λ. Τσαλαμπαμπούνη.
Κωνσταντίνος Τσοπάνης
Δρ Ιστορίας
Ακολουθήστε μας και στο twitter!
Σχόλια