Πώς υποδέχτηκαν την είδηση του πολέμου τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940 σε Κορωπί - Μεσόγεια! (Μαρτυρίες)



Αλλάξτε μέγεθος

1 40κορ 1

Το πρωινό εκείνο της Δευτέρας 28ης Οκτωβρίου 1940, το Κορωπί, όπως και κάθε άλλη γωνιά των Μεσογείων και της Ελλάδας βίωσε στιγμές πρωτόγνωρες.

Στα Μεσογείτικα χωριά μπορεί να μην υπήρχαν σειρήνες όπως στην Αθήνα, όμως οι καμπάνες των εκκλησιών πάντα ειδοποιούσαν τους κατοίκους τους για κάθε μεγάλο γεγονός.

Από στόμα σε στόμα η μεγάλη είδηση διαδόθηκε: «Πόλεμος»! Και ήξεραν από πόλεμο και στα χωριά των Μεσογείων οι σκληροτράχηλοι Αρβανίτες κάτοικοί τους.

Άλλωστε για την Ελλάδα ο Μεγάλος Πόλεμος, όπως αποκαλούσαν τότε τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε τελειώσει και με άσχημο μάλιστα τρόπο, πριν από μόλις 18 χρόνια.

Και στην ευρύτερη περιοχή των Μεσογείων είχαν εγκατασταθεί πολλοί Μικρασιάτες που επίσης είχαν βιώσει τα δεινά ενός πολέμου.

Θα περίμενε λοιπόν κανείς να δει εκείνο το πρωινό της Δευτέρας 28 Οκτωβρίου, πρόσωπα σκυθρωπά, άνδρες να κρατούν τα κεφάλια τους ανάμεσα στα χέρια τους, γυναίκες να κλαίνε τινάζοντας τα μαντίλια τους, παιδιά να κοιτάνε απορημένα τους μεγάλους έχοντας σταματήσει το παιχνίδι.

Όμως όχι. Συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Στο Κορωπί, στην Παιανία, στο Μαρκόπουλο, στα Σπάτα, στην Κερατέα και σε όλα τα υπόλοιπα Μεσογείτικα χωριά και οικισμούς, όπου έφτανε η μεγάλη είδηση, ο κόσμος στο άκουσμά της ξέσπαγε σε ζητωκραυγές και πανηγυρισμούς, λες και τον είχαμε ήδη κερδίσει τον πόλεμο!

Αν εκείνες τις πρώτες ώρες μπορούσαν οι Ιταλοί να στείλουν κάποιους δικούς τους και απλά να παρατηρήσουν τις αντιδράσεις των απλών καθημερινών ανθρώπων, σίγουρα η Ρώμη θα προβληματιζόταν γι' αυτό που ξεκινούσε.

Το notioanatolika.gr ζήτησε από τον κορυφαίο λαογράφο, ιστορικό και εικαστικό των Μεσογείων, Γιάννη Πρόφη, να συλλέξει πληροφορίες και να αποτυπώσει το πρωινό εκείνο της μεγάλης μέρας της Ελλάδας, με τον μοναδικό τρόπο που αυτός γνωρίζει, στο Κορωπί.

Το κείμενό του είναι συγκλονιστικό και δίνει ανάγλυφα το κλίμα στα Μεσόγεια, τις πρώτες ώρες μετά την κήρυξη του πολέμου:

«ΠΡΩΙΝΟ ΤΗΣ 28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940, ημέρα Δευτέρα. Ανάστατη όλη η Ελλάδα. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούν εκκωφαντικά. Ο κόσμος ξυπνάει, βγαίνει στους δρόμους βιαστικά να μάθει τι συμβαίνει. Μαθαίνει ότι η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο. Ότι η κυβέρνηση Μεταξά απορρίπτει πανηγυρικά το τελεσίγραφο, κηρύσσει κι αυτή τον πόλεμο. Επιστράτευση.

Ο κόσμος για μια στιγμή μουδιάζει, μα γρήγορα συνέρχεται. Αγανακτεί και φωνάζει ΟΧΙ. Πεισμώνει: «ΟΧΙ, δεν θα περάσετε!» «Θα σας νικήσουμε, φασίστες!». «Θα σας πετάξουμε στη θάλασσα!» Στις πόλεις και στα χωριά της Ελλάδας μας, από τη μιαν άκρη ως την άλλη η ιαχή «Ζήτω η λευτεριά, Κάτω ο φασισμός!» δονεί τον αέρα.

diigiseis koropi

ΔΥΟ ΚΟΡΩΠΙΩΤΕΣ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ…

Πέρασαν από τότε 78 χρόνια. Ελάχιστοι απ’ αυτούς που έζησαν αυτά τα γεγονότα, έχοντας ηλικία εφηβική, βρίσκονται σήμερα στη ζωή. Σήμερα δυο ηλικιωμένοι Κορωπιώτες, που τότε ήσαν ακόμη παιδιά 10 -11 χρονών, μας διηγούνται πώς θυμούνται εκείνη την ημέρα:

1) Ευάγγελος Αθ. Παπαμιχάλης («Γκελο-Γκάτσης»), 88 ετών

«Ήμουνα τότε 10 χρονών παιδί και πήγαινα στην 4η δημοτικού. Ήτανε μέρα Δευτέρα και σηκώθηκα το πρωί να πάω στο σχολείο. Πήρα τη σάκα μου και πήγα. Τότε είχαμε δασκάλους τον κύριο Μίχα, τον κύριο Ζωίτσα, την κυρία Αυρηλία, μια ξένη γριούλα που δε θυμάμαι το όνομά της και άλλοι. Όταν ήρθε η ώρα, χτύπησε το κουδούνι και μαζευτήκαμε όλα τα παιδιά. Τότε ο κύριος Ζωίτσας μας είπε ότι «σήμερα δεν θα κάνουμε μάθημα γιατί έχουμε πόλεμο με την Ιταλία, γι αυτό να πάτε στα σπίτια σας».

Οι νέοι γελούσαν και τραγουδούσαν

Εμείς δεν πήγαμε αμέσως στα σπίτια μας, όπως μας είπανε, αλλά περνάγαμε στους δρόμους και βλέπαμε την κίνηση. Βλέπαμε στους δρόμους τον κόσμο που είχε βγει έξω από τα σπίτια τους και φαινόταν στεναχωρημένος. Συζητούσαν ζωηρά κι έλεγε ο καθένας το δικό του. Όμως εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν τα παλληκάρια και οι νέοι άντρες, που συζητούσαν και φώναζαν και δε φαινόντουσαν καθόλου φοβισμένοι. Η μέρα περνούσε και έβλεπα παρέες από νέους του χωριού που γελούσαν και τραγουδούσαν και ετοιμαζόντουσαν να πάνε στο μέτωπο του πολέμου στα σύνορα με την Αλβανία.

Όσοι Κορωπιώτες είχανε άλογα και μουλάρια έπρεπε να τα παραδώσουν στο στρατό γιατί τα χρειαζόντουσαν στον πόλεμο. Πήγαιναν με τα ζώα τους στην αυλή του Γυμνασίου, όπου τα καταγράφανε, τους δίνανε έναν αριθμό και δίνανε στον ιδιοκτήτη ένα χαρτί ότι παρέδωσε το ζώο του. Ο ιδιοκτήτης του ζώου έπρεπε να παραδώσει και το «σανοτσούβαλο» γεμάτο με καρπό και ένα πέταλο, για την περίπτωση που το άλογο θα έχανε ένα από τα δικά του. Το ίδιο έγινε και με όσους είχανε φορτηγά αυτοκίνητα, αλλά τα φορτηγά ήτανε τότε πολύ λίγα.

Η επιστράτευση στο Ρουφ της Αθήνας

Όσοι είχανε μουλάρια κι άλογα, αλλά έπρεπε να πάνε κι οι ίδιοι στο μέτωπο να πολεμήσουν, δεν τα παρέδιδαν στο Γυμνάσιο, αλλά τα έπαιρναν μαζί τους στο Ρουφ, όπου ήτανε το Κέντρο Διερχομένων. Εκεί παρουσιαζόντουσαν, όπως όλοι οι άντρες της Αττικής, παρέες – παρέες, για να τους δίνανε στρατιωτικά ρούχα, να τους έλεγαν σε ποιο Όπλο θα τους κατατάσσανε, σε ποιο Τάγμα θα παρουσιαζόντουσαν όταν έφταναν στο Μέτωπο και άλλες πληροφορίες.

Είδα ακόμα ένα φορτηγό αυτοκίνητο, που στο κασόνι ήτανε όρθια πολλά παλληκάρια του χωριού, που λέγανε τραγούδια και μας χαιρετούσανε με χαρά, όπως γινότανε και στην Αθήνα. Πηγαίνανε κι αυτοί στο Ρουφ για να παρουσιαστούνε. Απ’ αυτούς που παρουσιαστήκανε θυμάμαι τον Βίκτωρα Τζάθα, τον μαθηματικό, τον Κώστα Λέκκα (Ζορμή) τον Γιώργο Κ. Κωσταντή (Κωτσ-Κολό), τον Παναγιώτη Κιούση, τον Σταύρο Ιω. Τσούρη και άλλους.

Νικητής και το μουλάρι του Σταύρο-Τσούρη!

Απ’ αυτούς μουλάρια είχανε ο Κωτσ-Κολός, που το λέγανε «Πόπη», και ο Σταύρο-Τσούρης, που είχε το πιο ήμερο. Γι αυτό στον πόλεμο το βάζανε να πηγαίνει μπροστά, γιατί δε φοβότανε. Κι όταν νικήσανε οι Έλληνες τους Ιταλούς κι ο πόλεμος τελείωσε, ο Σταύρο-Τσούρης μαζί με το ίδιο μουλάρι γυρίσανε στο Κορωπί σώοι και νικητές.

3 moularia

2) Δημοσθένης Βασιλείου (Παπακωνσταντίνου), 89 ετών

«Εγώ ήμουνα τότε 11 χρονών. Η 28η Οκτωβρίου ήτανε μέρα Δευτέρα, αλλά εγώ εκείνη την ημέρα δεν πήγα στο σχολείο, επειδή ο πατέρας μου με χρειαζότανε να τον βοηθούσα να ζευγαρίσουμε με το άλογό μας το χωράφι που είχαμε στο αλώνι του Παπανικόλα, δηλ. στα μισά της οδού Κύπρου, απέναντι από το σπίτι του Αλέκο Παπανικόλα. Στο χωράφι αυτό σπέρναμε σπανάκι, κρεμμύδια και σκόρδα. Σχολείο πήγα την άλλη μέρα και κάναμε μάθημα κανονικό.

Κατά τις 8 η ώρα, εκεί που ζευγαρίζαμε, είδαμε αεροπλάνα πάνω από το Μαυροβούνι κι ακούσαμε κρότους. «Βαράνε τα ιταλικά κανόνια στον Πειραιά» είπε ο πατέρας μου, γιατί στο μεταξύ είχαμε μάθει από περαστικούς την επίθεση των Ιταλών στα αλβανικά σύνορα.

Όλοι για τα σύνορα τραγουδώντας

Εκείνη την ημέρα ο κόσμος ήτανε αναστατωμένος. Ο κόσμος είχανε βγει στις αυλόπορτες και συζητούσανε για τον πόλεμο. Όλοι ήντουσαν θυμωμένοι με τους Ιταλούς, αλλά όχι φοβισμένοι. Οι άντρες του χωριού μέχρι και 40 χρονών φεύγανε για τα σύνορα, γιατί έγινε επιστράτευση. Αλλά και τα παλληκάρια 18 – 20 χρονών, φεύγανε με χαρές και γέλια και με τραγούδια, παρέες – παρέες, με το λεωφορείο ή με φορτηγά για την Αθήνα και μετά για τα σύνορα. Πήγαιναν να πολεμήσουν τους Ιταλούς, χωρίς να ξέρουν καλά – καλά αν ήταν επιστρατευμένοι ή όχι. Πήγαιναν εθελοντικά.

Στα σπίτια που υπήρχαν επιστρατευμένοι δεν υπήρχε καμιά λύπη ούτε κλάμα του αποχωρισμού. Η γυναίκα αποχαιρετούσε το παιδί της ή τον άντρα της με ευχές να προσέχουν και να γυρίσουν πίσω ζωντανοί, με τη βοήθεια του Θεού. Και αυτοί υποσχόντουσαν ότι θα νικούσαν τους Ιταλούς και θα γύριζαν γρήγορα πίσω στο χωριό.

Ο μπαρμπα-Μήτσος με τη «Μανταλένα»

Είδα που έφευγαν για τα σύνορα νέα παιδιά, 18άρηδες και 20άρηδες, όπως ο Γιώργος Μερκούρης (Κοροβέσης) και ο Θοδωρής- Μήτρο-Γιαν’-Τάσης (Πρίφτης).

Όταν επιστρέψανε από τον πόλεμο ο Μήτσος του Γιαν’ Παπακώστα, που έκανε επιστάτης και στον ΑΟΚ, γύρισε με ένα μουλάρι. Αλλά αυτό δεν ήτανε το δικό του μουλάρι, που είχε πάρει μαζί του στην Αλβανία, αλλά κάποιο άλλο που δεν ξέρω πού το είχε βρει. Του είχε και όνομα και το φώναζε «Μανταλένα»!

2 40kor 2

Η αξιοπιστία των διηγήσεων

Σήμερα φυσικά δεν ζει κανένας για να μας πει από πρώτο χέρι πώς έγινε στο Κορωπί η επιστράτευση του 1940. Όσοι ζουν σήμερα ήσαν τότε νήπια ή μόλις είχαν τελειώσει το δημοτικό σχολείο. Είναι επομένως φυσικό, διηγούμενοι τα γεγονότα της 28ης Οκτωβρίου, να αγνοούν λεπτομέρειες ή να ερμηνεύουν με λανθασμένο τρόπο διάφορα πράγματα, τα οποία τότε αγνοούσαν.

Αυτά όμως ουδόλως επηρεάζουν την αξία της διήγησής των, διότι εκείνο που έχει σημασία είναι ότι περιγράφουν τέλεια την ατμόσφαιρα που επικρατούσε και τα συναισθήματα των ανθρώπων, αλλά και απλά γεγονότα.

Επιπλέον σ’ αυτά τα θέματα τα μικρά παιδιά κρατούν πολύ καλά στη μνήμη τους τις εικόνες που βλέπουν και εγγράφουν στο μυαλό τους πολλά απ’ αυτά που άκουσαν, όπως τα μαγνητόφωνα. Αυτές τις οπτικές και ακουστικές εγγραφές τις κουβαλούν ατόφιες, όπως όλοι γνωρίζουμε, σ’ όλη τους τη ζωή και τις αναπαράγουν όταν οι περιστάσεις, όπως τώρα, το ζητούν.

Σχόλια